- λαμπτηροκλέπτης
- λαμπ-τηροκλέπτης, ου, ὁ,A lamp-stealer: metaph., of Perseus, who stole the eye of the Graeae, Lyc.846.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπτηροκλέπτης — λαμπτηροκλέπτης, ὁ (Α) αυτός που κλέβει το φως από κάποιον … Dictionary of Greek
λαμπτηροκλέπτης — lamp stealer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek